Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τὰ κατεψευσμένα

См. также в других словарях:

  • κατεψευσμένα — καταψεύδομαι tell lies against perf part mp neut nom/voc/acc pl κατεψευσμένᾱ , καταψεύδομαι tell lies against perf part mp fem nom/voc/acc dual κατεψευσμένᾱ , καταψεύδομαι tell lies against perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεψευσμένας — κατεψευσμένᾱς , καταψεύδομαι tell lies against perf part mp fem acc pl κατεψευσμένᾱς , καταψεύδομαι tell lies against perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψεύδομαι — (AM) λέω ψέματα, ισχυρίζομαι ψεύτικα, προφασίζομαι («καὶ καταψεύδου καλῶς ὡς ἔστι Σεμέλης», Ευρ.) αρχ. 1. κατηγορώ κάποιον λέγοντας ψέματα, διαβάλλω («παῡσαί μου πρὸς τὸν βασιλέα καταψευδόμενος», Πλούτ.) 2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι («ἃ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»